- μαρμαρόστρωτος
- η , ο [ος , ον ] выстланный или облицованный мрамором
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαρόστρωτος — η, ο στρωμένος με μάρμαρο: Μαρμαρόστρωτος διάδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαρόστρωτος — η, ο επιστρωμένος με μάρμαρο, αυτός που έχει μαρμάρινο δάπεδο ή μαρμάρινη επίστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαροστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek